- δηλωτικοί
- δηλωτικόςindicativemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek
νυός — νυός, οῡ, ἡ (Α) 1. η σύζυγος τού γιου, η νύφη 2. αδελφή τής συζύγου, γυναικαδέλφη, κουνιάδα 3. έγγαμη γυναίκα, σύζυγος 4. νέα γυναίκα, κόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. *snusos «νύφη» (πρβλ. αρμ. nu, nu oy). To λατ. nurus «νύφη, κουνιάδα»… … Dictionary of Greek